- αβδελλιάζω
- мед. страдать дистоматозом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβδελλιάζω — [αβδέλλα] 1. γεμίζω βδέλλες «το νερό αβδέλλιασε» 2. προσβάλλομαι από διστομίαση, «κλαπατσιάζω» 3. κάνω αφαίμαξη χρησιμοποιώντας βδέλλες … Dictionary of Greek
αβδέλλα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.300 μ., 448 κάτ.) του νομού Γρεβενών. Βρίσκεται στις πλαγιές της Πίνδου. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. * * * η 1. υδρόβιος δακτυλιοσκώληκας (βλ. βδέλλα) 2. κν. ονομ. με την οποία είναι γνωστή, σε ορισμένες… … Dictionary of Greek
αβδέλλιασμα — το [αβδελλιάζω] 1. η εμφάνιση βδελλών (ιδιαίτ. στα στάσιμα νερά) 2. η απομύζηση, το ρούφηγμα τού αίματος από βδέλλες 3. η ασθένεια διστομίαση 4. σύνδεση τεμαχίων ξύλου ή μετάλλου με σιδερένια ελάσματα … Dictionary of Greek
αβδελλιαστός — ή, ό [αβδελλιάζω] αυτός που έχει συνδεθεί με οδόντωση ή κάποιο παρόμοιο τρόπο … Dictionary of Greek
ξεβδελλιάζω — και ξαβδελλιάζω 1. αφαιρώ τις βδέλλες 2. θεραπεύω τη νόσο τών προβάτων διστομίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + βδελλιάζω / αβδελλιάζω] … Dictionary of Greek